Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετεινάρι το [petinári] Ο44 : 1. ο μικρός κόκορας. 2. (μτφ.) περιπαικτικός χαρακτηρισμός ευερέθιστου, ευέξαπτου νεαρού αγοριού.
πετειναράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πετεινάριον `πουλάκι΄ < πετειν(όν) -άριον κατά την εξέλ. της σημ. του πετεινός]