Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεταλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεταλώνω [petalóno] -ομαι Ρ1 : βάζω πέταλα στις οπλές ενός αλόγου, ημιόνου κτλ. ΦΡ πεταλώνει (τον) ψύλλο*.

[μσν. πεταλώνω < ελνστ. πεταλ(ῶ) -ώνω κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πέταλο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go