Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετάλι 1 το [petáli] Ο44 : (προφ.) το πεντάλ του ποδηλάτου.
[ιταλ. pedal(e) -ι ( [d > t] ;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετάλι 2 το : κέφαλος που τον έχουν ανοίξει στα δύο και τον έχουν παστώσει ή τον έχουν ψήσει.
[ίσως ελνστ. πετάλιον `μικρό πέταλο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεταλιά η [petalá] Ο24 : κυκλική κίνηση του ποδιού με την οποία ο ποδηλάτης γυρίζει το πεντάλ: Aνέβαινε τον ανήφορο κουρασμένος, με αργές πεταλιές.
[πετάλ(ι) 1 -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεταλίδα η [petalíδa] Ο26 : είδος οστράκου που ζει κολλημένο στα βράχια.
[μσν. πατελίδα με παρετυμ. πέταλο < πατελίς, αιτ. -ίδα < ελνστ. πάτελλ(α) `πιάτο΄ (< λατ. patella) -ίς]