Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεσκέσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεσκέσι το [peskési] Ο44α : (λαϊκότρ.) δώρο, προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά: Ήρθε από το χωριό κουβαλώντας ένα σωρό πεσκέσια για συγγενείς και φίλους. Tου ΄στειλε ~ ένα αρνί. || (ειρ.) για ό,τι δυσάρεστο ή κακό στέλνει ή φέρνει κάποιος σε κπ. άλλο: Mου ΄στειλε ~ το λογαριασμό. ΦΡ για το διάολο ~, για άνθρωπο κακό και πονηρό ή για αντικείμενο κακής ποιότητας.

[μσν. πεσκέσι(ον) < τουρκ. peşkeş (από τα περσ.) -ι(ον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες