Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεσιμιστικός -ή -ό [pesimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πεσιμισμό: α. ως φιλοσοφική θεωρία: Πεσιμιστική θεωρία / αντίληψη. β. ως ψυχική διάθεση και στάση ζωής: Πεσιμιστικές προβλέψεις. Πεσιμιστικό ύφος.
[λόγ. πεσιμιστ(ής) -ικός]