Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεσιμισμός ο [pesimizmós] Ο17 : 1. (φιλοσ.) η αντίληψη ότι το κακό επικρατεί πάνω στο καλό σε έναν κόσμο που κατά βάση είναι δημιούργημα μιας θέλησης αδιάφορης στο καλό ή στο κακό· η θεωρία σύμφωνα με την οποία στη ζωή ο πόνος είναι η μόνη πραγματικότητα, η ζωή είναι γεμάτη θλίψη και δεινά και τα πάντα έχουν φαινομενική μόνο αξία: Tη θεωρία του πεσιμισμού ανέπτυξε συστηματικά ο Σοπενχάουερ. 2. απαισιοδοξία: Tάσεις πεσιμισμού. Επικρατεί κλίμα απογοήτευσης και πεσιμισμού για το μέλλον.
[λόγ. < γαλλ. pessimisme (-isme = -ισμός)]