Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περφεξιονισμός ο [perfeksionizmós] Ο17 : 1. η υπερβολικά έντονη τάση επιδίωξης της απόλυτης τελειότητας. 2. (ειδικότ.) χριστιανική αίρεση που πρωτοεμφανίστηκε στην Aγγλία στις αρχές του 18ου αι. και η οποία πρεσβεύει ότι είναι εφικτή η αναμάρτητη τελειότητα των πιστών.
[λόγ. < γαλλ. perfectionnisme (-isme = -ισμός)]