Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περσίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περσίδα η [persíδa] Ο26 : α. (πληθ.) είδος στορ (πτυσσόμενου παραπετάσματος παραθύρου) από πλαστικούς, μεταλλικούς κτλ. πήχεις (γρίλιες). β. (εν.) καθένας από αυτούς τους πήχεις.

[λόγ. < αρχ. Περσίς `Περσίδα΄ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά την αιτ. -ίδα, σημδ. γαλλ. persienne (επειδή νόμιζαν πως το στορ χρησιμοποιούνταν στην Περσία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες