Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περπατώ [perpató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ με τα πόδια σε κανονικό ρυθμό· βαδίζω: Tο μωρό μας άρχισε να περπατά. Έσπασε το πόδι του και δεν μπορεί να περπατήσει. ~ γρήγορα / αργά. ~ σαν μεθυσμένος. Περπατάει σαν χελώνα, αργά. Περπατάει σαν κάβουρας, λοξά, πλάγια. Περπατάει σαν πέρδικα, καμαρωτά. Περπατάει σαν πάπια, αργά και λικνιστά. || ~ στα τέσσερα, μπουσουλώ. (έκφρ.) ~ στα δάχτυλα*. || Mε περπατάει κτ., για έντομο που περπατάει πάνω στο σώμα μας. || (επέκτ., οικ.) για μεταφορικό μέσο: Tο ΄χεις τόσα χρόνια το αυτοκίνητο και περπατάει ακόμη; 2. διανύω πεζός μια απόσταση, πεζοπορώ: Περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φτάσουμε στο χωριό. 3. βαδίζω, περπατώ για αναψυχή, κάνω περίπατο, σεργιανώ: Πάμε να περπατήσου με στην παραλία. || οδηγώ ή συνοδεύω κπ. σε περίπατο, σεργιανίζω: Πήγαινε να το περπατήσεις το παιδί. || (επέκτ., οικ.) οδηγώ, συνοδεύω κπ. σε διασκέδαση: Πού θα με περπατήσεις απόψε; 4. (οικ.) για ηλικία: Περπατά (σ)τα οκτώ (ενν. χρόνια), διανύει το όγδοο έτος της ηλικίας του. 5. (λαϊκ.) α. (για υπόθεση, διαδικασία κτλ.) εξελίσσομαι, προχωρώ κανονι κά: Περπατάει το πράγμα. β. (για εμπόρευμα κτλ.) κυκλοφορώ εύκολα στην αγορά: Περπατάει το είδος. 6. (παθ.) (για δρόμο κτλ.) είμαι κατάλληλος για περίπατο: Ο δρόμος αυτός περπατιέται άνετα. 7. (μππ.) α. που έχει πολλές εμπειρίες: Ξέρει καλά τη ζωή· είναι περπατημένος. β. (για γυναίκα) που έχει πολλές εμπειρίες στον ερωτικό τομέα: Mικρή, αλλά περπατημένη.
[μσν. περπατώ < αρχ. περιπατῶ με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε [r] και σύμφ. (5: λόγ. σημδ. του βαίνω (< αρχ. βαίνω `περπατώ, πηγαίνω΄) που είναι σημδ. του γαλλ. marcher)]