Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περπατησιά η [perpatisxá] Ο24 : ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο περπατά, βαδίζει κανείς· (πρβ. περπάτημα): Πρόσεξε τη λεβέντικη ~ του. Έχει λαγού ~, περπατά ελαφρά όπως ο λαγός.
[μσν. περπατησιά < περπατησ- (περπατώ) -ιά]