Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περπατησιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περπατησιά η [perpatisxá] Ο24 : ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο περπατά, βαδίζει κανείς· (πρβ. περπάτημα): Πρόσεξε τη λεβέντικη ~ του. Έχει λαγού ~, περπατά ελαφρά όπως ο λαγός.

[μσν. περπατησιά < περπατησ- (περπατώ) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες