Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περονόσπορος ο [peronósporos] Ο20 : μύκητας που παρασιτεί σε διάφο ρα φυτά (συνήθ. στο κλήμα) καθώς και η ασθένεια την οποία προκαλεί. ΦΡ έπεσε ~, υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε κτ.
[λόγ. < νλατ. peronospora (θηλ. εν.) < αρχ. περόν(η) -ο- + spora < αρχ. σπορά, παρετυμ. σπόρος]