Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περονόσπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περονόσπορος ο [peronósporos] Ο20 : μύκητας που παρασιτεί σε διάφο ρα φυτά (συνήθ. στο κλήμα) καθώς και η ασθένεια την οποία προκαλεί. ΦΡ έπεσε ~, υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε κτ.

[λόγ. < νλατ. peronospora (θηλ. εν.) < αρχ. περόν(η) -ο- + spora < αρχ. σπορά, παρετυμ. σπόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες