Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περονιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περονιάζω [peronázo] & περουνιάζω [perunázo] Ρ2.1α : για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά· πιρουνιάζω2: Mας περονιάζει το κρύο / η υγρασία.

[περόν(η) -ιάζω· [o > u] από επιδρ. του [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες