Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιύβριση η [periívrisi] Ο33 : (λόγ.) το να υβρίζει, να μιλά κάποιος περιφρονητικά και προσβλητικά για κπ. ή για κτ.: ~ αρχής.
[λόγ. περιυβρι- (περιυβρίζω) -σις > -ση]