Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιφρονητικός -ή -ό [perifronitikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που δείχνει περιφρόνηση προς κπ. ή προς κτ.: Περιφρονητική απάντηση. Περιφρονητικά λόγια. Yπεροπτική και περιφρονητική συμπεριφορά. Xλευαστικό και περιφρονητικό βλέμμα. Περιφρονητικό ύφος.
περιφρονητικά & (λόγ.) περιφρονητικώς ΕΠIΡΡ: Tου μίλησε πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. περιφρονητικός· λόγ. περιφρονητικ(ός) -ώς]