Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιφρονητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφρονητής ο [perifronitís] Ο7 : αυτός που περιφρονεί κπ. ή κτ.: Οι περιφρονητές του λαού / του πλήθους. Yπερόπτες και περιφρονητές. ~ της παράδοσης.

[λόγ. < μσν. περιφρονητής < περιφρονη- (περιφρονώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες