Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιφρονητής ο [perifronitís] Ο7 : αυτός που περιφρονεί κπ. ή κτ.: Οι περιφρονητές του λαού / του πλήθους. Yπερόπτες και περιφρονητές. ~ της παράδοσης.
[λόγ. < μσν. περιφρονητής < περιφρονη- (περιφρονώ) -τής]