Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιτυλίγω [peritilíγo] -ομαι & περιτυλίσσω [peritilíso] -ομαι Ρ3 : τυλίγω κτ. γύρω γύρω.
[λόγ. < ελνστ. περιτυλίσσω και μεταπλ. κατά το τυλίσσω > τυλίγω]