Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιττεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιττεύω [peritévo] Ρ5.1α : (συνήθ. για ενέργεια) είμαι περιττός, μη χρήσιμος, άχρηστος· περισσεύωβ: Tα πολλά λόγια περιττεύουν. Kάθε άλλη προσπάθεια περιττεύει.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) περιττεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες