Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιτρέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιτρέχω [peritréxo] Ρ αόρ. περιέτρεξα, απαρέμφ. περιτρέξει : (λόγ.) τρέχω γύρω από κτ. ή από το ένα ως το άλλο άκρο, συνήθ. μτφ.: Περιέτρεξα ένα κείμενο / ένα βιβλίο, το διάβασα στα γρήγορα, επιτροχάδην, από την αρχή ως το τέλος αλλά κάπως βιαστικά και επιπόλαια. Mια διακοσμητική παράσταση περιτρέχει τη βάση της στέγης, την περιβάλλει από την μια ως την άλλη άκρη.

[λόγ. < αρχ. περιτρέχω `τρέχω γύρω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες