Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιτείχιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιτείχιση η [peritíxisi] Ο33 : η ενέργεια του περιτειχίζω· κατασκευή τείχους γύρω γύρω, οχύρωση χώρου με περιτείχισμα.

[λόγ. < αρχ. περιτείχισις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες