Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περισώζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισώζω [perisózo] -ομαι Ρ αόρ. περιέσωσα, απαρέμφ. περισώσει, παθ. αόρ. περισώθηκα, απαρέμφ. περισωθεί, μππ. περισωσμένος : σώζω κτ. από ένα σύνολο που καταστράφηκε· διασώζω: Προσπάθησε να περισώσει ό,τι δεν είχε ακόμα καταστραφεί εντελώς. Tουλάχιστον ας περισώσουμε την αξιοπρέπειά μας.

[λόγ. < αρχ. περισῴζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες