Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισυλλέγω [perisiléγo] -ομαι Ρ (βλ. συλλέγω) : (λόγ.) α. μαζεύω κτ. (εγκαταλελειμμένο, διασκορπισμένο κτλ.): Περισυνέλεξαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους. β. παρέχω προστασία, βοήθεια κτλ. σε πρόσωπο εγκαταλελειμμένο, χαμένο κτλ.: Aλιευτικό σκάφος περισυνέλεξε τους ναυαγούς.
[λόγ. < ελνστ. περισυλλέγω]