Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιστροφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιστροφικός -ή -ό [peristrofikós] Ε1 : που γίνεται με περιστροφή: Περιστροφική κίνηση (π.χ. ενός τροχού). || που λειτουργεί με περιστροφή: ~ φάρος. περιστροφικώς & περιστροφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. περιστροφ(ή) -ικός· λόγ. περιστροφικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες