Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστροφή η [peristrofí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιστρέφω: H ~ της Γης γύρω από τον άξονά της· (πρβ. περιφορά). 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) έμμεσες, πλάγιες αναφορές: Mίλησε χωρίς περιστροφές και μισόλογα.
[λόγ. < αρχ. περιστροφή]