Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστατικό το [peristatikó] Ο38 : κτ. που συνέβη σε ορισμένη χρονική στιγμή· (πρβ. γεγονός, συμβάν): Θα σας διηγηθώ ένα μόνο από τα πολλά περιστατικά της περιοδείας μου. Tο ~ συνέβη πριν από λίγες ημέρες. Aπρόοπτο ~. Επείγοντα περιστατικά.
[λόγ. < ελνστ. περιστατικόν `κρίσιμη περίπτωση΄]