Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστέρι το [peristéri] Ο44 : κοινή ονομασία για πολυάριθμα συγγενικά είδη πουλιών, με μέτριο σώμα και σχετικά μικρό κεφάλι, που ζουν κατά ζεύγη, άλλα άγρια και άλλα εξημερωμένα· (πρβ. περιστερά, περιστέρα): Άγριο ~, αγριοπερίστερο. Ήμερα / εξημερωμένα / κατοικίδια περιστέρια. Άσπρο ~. Tαχυδρομικά περιστέρια, είδος εκπαιδευμένο για την αποστολή μηνυμάτων. || στο λόγο και συχνότερα σε παραστάσεις, ως σύμβο λο ειρήνης, αθωότητας, αγνότητας, άδολης και σταθερής ερωτικής αγάπης και, στη χριστιανική θρησκεία, ως σύμβολο του Aγίου Πνεύματος· (πρβ. περιστερά).
περιστεράκι το YΠΟKΟΡ (πρβ. πιτσούνι). [μσν. περιστέριν < αρχ. περιστέριον υποκορ. του αρχ. περιστερά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστερίσιος -α -ο [peristerísxos] Ε4 : που ανήκει ή αναφέρεται στα περιστέρια: Περιστερίσια αυγά.
[περιστέρ(ι) -ίσιος]