Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστέλλω [peristélo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστειλα, απαρέμφ. περιστείλει, παθ. αόρ. περιστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεστάλη, περιεστάλησαν, απαρέμφ. περισταλεί : περιορίζω, ελαττώνω κτ., κατά την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα: Πρέπει να περιστείλουμε τις δαπάνες. Zήτησε να περισταλούν τα έξοδα.
[λόγ. < αρχ. περιστέλλω `ντύνω΄ κατά τη σημ. της λ. περιστολή]