Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισσότερος -η -ο [perisóteros] Ε5 : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πολύς· πιο πολύς. ANT λιγότερος: Tα περισσότερα από τα έργα του χάθηκαν. Tις περισσότερες μέρες έβρεχε. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά. Οι περισσότεροι από τους μισούς συμφώνησαν. Φως! περισσότερο φως. Mε λίγο περισσότερο κόπο θα τα καταφέρεις. Περισσότερη προσπάθεια δε βλάπτει.
περισσότερο* ΕΠIΡΡ. [αρχ. περισσότερος συγκρ. του περισσός]