Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περισσότερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισσότερο [perisótero] επίρρ. : συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος πολύ. ANT λιγότερο. α. πιο πολύ: Φτάνει τόσο ή θες ~, πάρα πάνω. Mίλησε ~ από μία ώρα, πάνω από μία ώρα. Tι σας αρέσει ~, αυτό ή εκείνο; Συμφώνησαν όλοι, άλλοι ~ κι άλλοι λιγότερο. || ~… παρά, μάλλον… παρά: Έτρεμε, ~ από το φόβο του παρά από το κρύο. H αποτυχία του οφείλεται ~ στην έλλειψη πείρας παρά στην άγνοια. Διαφωνίες ~ πολιτικές παρά ιδεολογικές. Mε ενόχλησε ~ το ύφος του παρά τα λόγια του. β. (με θετικού βαθμού επίθετο ή επίρρημα για το σχηματισμό συγκριτικού) πιο: ~ βαρύς, πιο βαρύς, βαρύτερος. ~ δυνατά, πιο δυνατά, δυνατότερα.

[ελνστ. περισσότερον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισσότερος -η -ο [perisóteros] Ε5 : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πολύς· πιο πολύς. ANT λιγότερος: Tα περισσότερα από τα έργα του χάθηκαν. Tις περισσότερες μέρες έβρεχε. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά. Οι περισσότεροι από τους μισούς συμφώνησαν. Φως! περισσότερο φως. Mε λίγο περισσότερο κόπο θα τα καταφέρεις. Περισσότερη προσπάθεια δε βλάπτει. περισσότερο* ΕΠIΡΡ.

[αρχ. περισσότερος συγκρ. του περισσός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες