Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισπωμένη η [perispoméni] Ο30 γεν. πληθ. περισπωμένων : 1. (γραμμ.) τονικό σημάδι (~) στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής. 2. (προφ.) σε παρομοιώσεις για ό,τι έχει σχήμα διπλής καμπύλης, παρόμοιο με της περισπωμένης: Kαμπούριασε· έγινε σαν ~.
[λόγ. < ελνστ. περισπωμένη (ενν. προσῳδία) (θηλ. μπε. του περισπῶμαι) `προφορά με ανεβοκατέβασμα της φωνής΄]