Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισκόπιο το [periskópio] Ο40 : οπτικό όργανο με το οποίο μπορεί κανείς να βλέπει γύρω γύρω στον ορίζοντα, ενώ βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο ή σε περίκλειστο χώρο: Tο ~ ενός υποβρυχίου.
[λόγ. < γαλλ. périscope < αρχ. περισκοπ(ῶ) -ιον]