Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιπτωσιολογία η [periptosiolojía] Ο25 : 1. (προφ.) λόγος που, από αδυναμία να αναφερθεί στο γενικό ή στο όλο, περιορίζεται σε ειδικές μόνο περιπτώσεις. 2. (ειδ. φιλοσ.) το μέρος της ηθικής που πραγματεύεται ειδικές περιπτώσεις του πρακτικού βίου κατά τις οποίες προκύπτει σύγκρουση καθηκόντων (καζουιστική ηθική): Aπαιτούν από το φιλόσοφο της ηθικής μια πρακτική δεοντολογία και ~.
[λόγ.: 1: περίπτωσι(ς) -ο- + -λογία· 2: σημδ. γαλλ. casuistique]