Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιπολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπολώ [peripoló] Ρ10.9α : περιφέρομαι σε ορισμένη περιοχή για να ελέγχω, να επιτηρώ, να φρουρώ κτλ.

[λόγ. < αρχ. περιπολῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες