Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιπολικός -ή -ό [peripolikós] Ε1 : (για όχημα, σκάφος κτλ.) που εκτελεί περιπολία: Περιπολική λέμβος. Περιπολικό σκάφος. Περιπολικό αυτοκίνητο. || (ως ουσ.) το περιπολικό.
[λόγ. περίπολ(ος) -ικός]