Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιποίηση η [peripíisi] Ο33 : η ενέργεια του περιποιούμαι (συχνά με γενική που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα που δέχεται την περιποίηση). α. η παροχή υπηρεσιών, φροντίδα, επιμέλεια, εξυπηρέτηση: ~ ασθενούς / τραυματία· (πρβ. περίθαλψη). ~ πελατών / φιλοξενουμένου. β. φροντίδα για τη βελτίωση της κατάστασης και κυρίως της εξωτερικής εμφάνισης: ~ του κήπου. γ. (πληθ.) επιδεικτικά πρόθυμη και φιλόφρονη προσφορά εξυπηρέτησης, φροντίδας: Άσε τις περιποιήσεις και τα καλοπιάσματα.
[λόγ. < αρχ. περιποίη(σις) -ση `σωτηρία από κίνδυνο΄, ελνστ. σημ.: `απόκτηση΄ κατά τη σημ. του περιποιούμαι & σημδ. ιταλ. cura μέσω της σημ. του συν. θεραπεία]