Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιπλοκή η [periplokí] Ο29 : το αποτέλεσμα του περιπλέκω, η παρεμβολή δυσκολιών· μπέρδεμα: Nέα απροσδόκητη ~ της πολιτικής κατάστασης.
[λόγ. < αρχ. περιπλοκή]