Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιπλέω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπλέω [peripléo] Ρ αόρ. περιέπλευσα, απαρέμφ. περιπλεύσει : πλέω γύρω από ξηρά (νησί ή ήπειρο), περιοδεύω πλέοντας κοντά σε ακτές: Περιέπλευσε την ασιατική ακτή.

[λόγ. < αρχ. περιπλέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες