Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιπλέκω [peripléko] -ομαι Ρ3 αόρ. περιέπλεξα, απαρέμφ. περιπλέξει : κάνω κτ. (κατάσταση, υπόθεση κτλ.) πολύπλοκο, δύσκολο, προβληματικό· δυσκολεύω, μπερδεύω: Περιπλέκει χωρίς λόγο ζητήματα απλά. Mε την αναβολή των εκλογών περιπλέκεται ακόμα περισσότερο η πολιτική κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. περιπλέκω]