Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιπατητικός -ή -ό [peripatitikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που συνηθίζει να κάνει περιπάτους, που αγαπά τον περίπατο: ~ τύπος. 2. (φιλοσ.) για τους μαθητές, τους οπαδούς και τη διδασκαλία του Aριστοτέλη· (πρβ. αριστοτελικός): Περιπατητική σχολή / φιλοσοφία / διδασκαλία, η αριστοτελική. || Οι περιπατητικοί φιλόσοφοι και ως ουσ. οι περιπατητικοί.
[λόγ.: 1: ελνστ. περιπατητικός· 2: με βάση τον Περίπατο, σκεπασμένο χώρο περίπατου στο Λύκειο της Aθήνας, όπου δίδασκε ο Aριστοτέλης]