Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιουσιακός -ή -ό [periusiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην περιουσία κάποιου: H περιουσιακή κατάσταση κάποιου. Περιουσιακά στοιχεία κάποιου, όσα αποτελούν την περιουσία του.
[λόγ. περιουσί(α) -ακός]