Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιμαζεύω [perimazévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. μαζεύω πράγματα διασκορπισμένα. 2α. παίρνω κπ. εγκαταλελειμμένο, απροστάτευτο κτλ., για να τον περιθάλψω: Tον βρήκε να περιφέρεται στο δρόμο πεινασμένος και ρακένδυτος και τον περιμάζεψε στο σπίτι του. β. συγκρατώ κπ. που παρεκτρέπεται: Περιμάζεψε τα παιδιά σου, να ησυχάσουμε απ΄ τις φωνές.
[περι- μαζεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιμαζώνω [perimazóno] Ρ αόρ. περιμάζωξα, απαρέμφ. περιμαζώξει : (λαϊκότρ.) περιμαζεύω.
[μσν. περιμαζώνω < περι- μαζώνω]