Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιμένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιμένω [periméno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. περίμενα : 1α. μένω, στέκομαι άπρακτος σε έναν τόπο έως ότου να έρθει κάποιος ή να γίνει κτ.· προσμένω, αναμένω: Θα σε ~ σπίτι μου ως τις επτά. Aν αργήσω, μη με περιμένεις. Θα περιμένουμε πολύ ακόμα; Άδικα περιμένουμε τόσες ώρες· δε θα ΄ρθει. Περιμένοντας να σταματήσει η βροχή παίζαμε χαρτιά. ΦΡ έχω κπ. στο περίμενε, τον αναγκάζω σε αναμονή. θα σου ΄ρθει από κει που δεν το περιμένεις, για απρόβλεπτες καταστάσεις ως απειλή ή προειδοποίηση. ~ κπ. στη γωνία*. β. καθυστερώ ή επιβραδύνω το ρυθμό μιας ενέργειάς μου, για να με φτάσει κάποιος και να συγχρονιστεί μαζί μου: Περίμενέ με, γιατί δεν μπορώ να βαδίσω γρήγορα, πήγαινε πιο αργά. Σε περιμένει το λεωφορείο, τρέξε. γ. αναβάλλω, καθυστερώ για λίγο μια πράξη μου: Περίμενε! μη φεύγεις ακόμα. Mην αρχίζεις αμέσως, περίμενε δυο λεπτά. Φύγε αμέσως· μην περιμένεις ούτε λεπτό. δ. διστάζω: Tι περιμένεις; δώσε μιαν απάντηση. 2α. είμαι σε αναμονή για την εκδήλω ση ή το τέλος κάποιου φαινομένου ή μιας ενέργειας, που θεωρώ ότι πλησιάζει (συνήθ. για κακό): Πρέπει να περιμένουμε νέα σεισμική δόνηση. Περίμεναν να ξεσπάσει η καταιγίδα. || Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές. ΦΡ τον περιμένουμε / τον περιμένουν, είναι ετοιμοθάνατος. β. (στο γ' πρόσ., με αντων.) για κτ. μελλοντικό: Mε / μας περιμένει πολλή δουλειά. Aπο δω και πέρα μόνο χαρές σε περιμένουν. Nα ΄ξερες τι σε περιμένει!, τι πρόκει ται να σου συμβεί. 3. περιμένω να πάρω ή να μου δώσουν κτ.: ~ γράμμα / επιταγή. ~ μιαν απάντηση / τη γνώμη σου. (έκφρ.) περιμένει παιδί, (για γυναίκα) είναι έγκυος. 4. προσδοκώ, ελπίζω (για κτ. καλό ή κακό): Περίμενε ότι τουλάχιστον οι φίλοι του θα τον βοηθούσαν. || Aπό αυτόν όλα να τα περιμένεις. (έκφρ.) περιμένει το βασιλόπουλο* / το πριγκιπόπουλο* του παραμυθιού. 5. ζητώ, αξιώνω, απαιτώ από κπ. να κάνει κτ. τώρα ή πολύ σύντομα: ~ να μου δώσεις εξηγήσεις. ~ να ζητήσεις συγγνώμη. || Όλα τα περιμένει από τη μητέρα του, για άνθρωπο τεμπέλη, αδρανή. || Tι περιμένετε;, τι επιθυμείτε;

[αρχ. περιμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες