Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιληπτικός -ή -ό [periliptikós] Ε1 : για λόγο που αποδίδει το περιεχό μενο ενός κειμένου με λίγα λόγια, σε περίληψη· συνοπτικός: Περιληπτική αφήγηση / εξιστόρηση. Περιληπτική απόδοση ενός κειμένου. Περιληπτική αναφορά. || (ειδ., γραμμ.): Περιληπτικό όνομα. Περιληπτική έννοια, που εκφέρεται στον ενικό αριθμό αλλά δηλώνει πολλά πράγματα, όντα κτλ., όπως π.χ. λαός, αγέλη, πλήθος.
περιληπτικά & (λόγ.) περιληπτικώς ΕΠIΡΡ σε περίληψη, συνοπτικά, εν περιλήψει: Aναφέρθηκε στα προγενέστερα γεγονότα περιληπτικώς. [λόγ. < αρχ. περιληπτικός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να πιαστεί γύρω γύρω΄· λόγ. < ελνστ. περιληπτικῶς]