Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περικόπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικόπτω [perikópto] -ομαι & περικόβω [perikóvo] -ομαι Ρ αόρ. περιέκοψα, απαρέμφ. περικόψει, παθ. αόρ. περικόπηκα, απαρέμφ. περικοπεί, μππ. περικομμένος : α. αφαιρώ μέρος ή τμήμα (συνήθ. κάπως αυθαίρετα και για να κάνω κτ. μικρότερο): Διαμαρτυρήθηκε, γιατί περιέκοψαν από το κείμενό του μια ολόκληρη παράγραφο. Tου ζήτησαν να περικόψει το κείμενό του. β. (ειδικότ.) μειώνω, ελαττώνω χρηματικό ποσό ή αφαιρώ από αυτό ένα μέρος: Tους περιέκοψαν το μισθό κατά 10%. Tους περιέκοψαν το 10% του μισθού. Aποφάσισαν να περικόψουν τις δαπάνες.

[λόγ. < ελνστ. περικόπτω, αρχ. σημ.: `κόβω γύρω γύρω, ακρωτηριάζω΄· μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες