Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περικυκλώνω [perikiklóno] -ομαι Ρ1 : κυκλώνω κπ. ή κτ. από παντού, γύρω γύρω: Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού. H αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο. Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.
[λόγ. < αρχ. περικυκλ(ῶ) -ώνω]