Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περικνημίδα η [periknimíδa] Ο26 : περικάλυμμα της κνήμης. α. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα που φορούσαν οι πολεμιστές της αρχαιότητας για την προστασία της κνήμης· κνημίδα: Xάλκινες περικνημίδες. β. (λόγ.) γκέτα.
[λόγ.: 1: ελνστ. περικνημίς, αιτ. -ίδα· 2: σημδ. γαλλ. jambière]