Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περικεφαλαία η [perikefaléa] Ο25 : κράνος πολεμιστή παλαιότερης εποχής, συνήθ. αυτό που έχει κάποιο κόσμημα (λοφίο κτλ.). (έκφρ.) βλάκας* με ~.
[λόγ. < ελνστ. περικεφαλαία]