Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιηγούμαι [periiγúme] Ρ10.9β : ταξιδεύω σε (ξένο) τόπο για να γνωρίσω και να θαυμάσω όσα ενδιαφέροντα και αξιοθαύμαστα έχει: Περιηγήθηκε (σε) όλη την ανατολή.
[λόγ. < αρχ. περιηγοῦμαι `δείχνω το δρό μο΄, ελνστ. σημ.: `περιγράφω΄]