Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιεκτικότητα η [periektikótita] Ο28 : 1. η ποσότητα την οποία περιέχει ή μπορεί να περιέχει κτ. μέσα του: H ~ του μεταλλεύματος σε χαλκό είναι 7%, η ποσότητα χαλκού που περιέχεται στο μετάλλευμα. Mικρή / μεγάλη / υψηλή / χαμηλή ~. || χωρητικότητα (δοχείου κτλ.). 2. (για λόγο κτλ.) η ιδιότητα του περιεκτικού.
[λόγ. περιεκτικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. capacité, contenance]