Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιγιάλι το [perijáli] Ο44 : γιαλός, ακρογιάλι, ακροθαλασσιά.
[μσν. περιγιάλι < παραγιάλιν (με παρετυμ. περι-) < *παραιγιάλιον (με παρετυμ. παρα- 1) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. παραιγιάλιος (μαρτυρείται στη σημ.: `που ζει στην ακροθαλασσιά΄)]