Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιγελαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιγελαστικός -ή -ό [perijelastikós] Ε1 : που περιγελά, κοροϊδεύει, χλευάζει κπ. ή κτ.: ~ χαρακτηρισμός. Περιγελαστικό προσωνύμιο. Περιγελαστικά τραγούδια. Περιγελαστικό ύφος. περιγελαστικά ΕΠIΡΡ χλευαστικά, περιπαιχτικά.

[λόγ. περιγελαστ(ής) `που περιγελάει΄ -ικός < περιγελασ- (περιγελώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες